-
1 προσοδιασθέντα
προσοδιάζωreceive as income: aor part pass neut nom /voc /acc plπροσοδιάζωreceive as income: aor part pass masc acc sg -
2 προσοδιάζω
A receive as income,ἑκάστης ἡμέρας ἀρτάβην ἀργυρίου Eust. 1206.18
:—[voice] Pass., τὰ προσοδιασθέντα profits, Vett.Val.292.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοδιάζω
См. также в других словарях:
προσοδιασθέντα — προσοδιάζω receive as income aor part pass neut nom/voc/acc pl προσοδιάζω receive as income aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδιάζω — ΜΑ [πρόσοδος] μσν. παίρνω κάτι ως πρόσοδο, ως εισόδημα αρχ. 1. εφοδιάζομαι με τρόφιμα 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσοδιασθέντα τα κέρδη … Dictionary of Greek